- διεντέρευμα
- διεντέρευμαlooking through entrailsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεντέρευμα — διεντέρευμα, το (Α) (κωμ. λ. τού Αριστοφ. για οξύνοια ή οξυδέρκεια) η έρευνα, διόραση με τη βοήθεια τών εντέρων … Dictionary of Greek
διεντερεύματος — διεντέρευμα looking through entrails neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)